- τσακίστρα
- ηγυναίκα που συνηθίζει να κάνει τσακίσματα, καμωματού, τσαχπίνα, ναζιάρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσακίστρα — Οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 580 μ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάμπων. * * * η, Ν γυναίκα που κάνει τσακίσματα, κουνίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουβαρίσ τρα)] … Dictionary of Greek
List of cities, towns and villages in Cyprus — Map of Cyprus Nicosia, Capital of … Wikipedia